ευρυκέφαλος

ευρυκέφαλος
-η, -ο
εκείνος τού οποίου η εγκάρσια διάμετρος τού κρανίου πλησιάζει ως προς το μήκος την προσθιοπίσθια διάμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eurycephalous < eury- (πρβλ. ευρυ-*) + -cephalous (πρβλ. -κεφαλος < κεφαλή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευρυκεφαλία — η [ευρυκέφαλος] η ιδιότητα τού ευρυκέφαλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”